αντρόπιαστος

αντρόπιαστος
-η, -ο
αυτός που δεν έκανε κάτι το οποίο φέρνει ντροπή, αρεζίλευτος: Ήταν περήφανος, γιατί είχε κατορθώσει να κρατήσει το σπίτι του στα δύσκολα εκείνα χρόνια αντρόπιαστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντρόπιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να ντροπιαστεί, να προσβληθεί 2. ο αδιάντροπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”